τοκετός

τοκετός
τοκετός, οῦ, ὁ (fr. τίκτω via τόκος; Aristot. et al.; BGU 665 II, 10 [I A.D.]; Sb 5873, 4; LXX; Jos., Ant. 1, 213) childbearing, giving birth IEph 19:1. In imagery of the tortures of martyrdom ὁ τοκετός μοι ἐπίκειται the pains of birth are upon me IRo 6:1.—DELG s.v. τίκτω.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τοκετός — childbirth masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοκετός — Εξώθηση ή εξαγωγή του εμβρύου από τον μητρικό οργανισμό· ακριβέστερα ο όρος τ. σημαίνει την εξώθηση ή την εξαγωγή του εμβρύου μόνο, ενώ η έξοδος του πλακούντα και των μεμβρανών του εμβρύου ονομάζεται υστεροτοκία. Ο τ. ονομάζεται απλός όταν… …   Dictionary of Greek

  • τοκετός — ο γέννα, γέννηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τοκετοῖο — τοκετός childbirth masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοκετοῖς — τοκετός childbirth masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοκετοί — τοκετός childbirth masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοκετοῦ — τοκετός childbirth masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοκετούς — τοκετός childbirth masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοκετέ — τοκετός childbirth masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοκετῶν — τοκετός childbirth masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοκετῷ — τοκετός childbirth masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”